- χλιαίνω
- ΝΜΑνεοελλ.(ιδίως σχετικά με υγρά) καθιστώ κάτι χλιαρόμσν.-αρχ.θερμαίνω, ζεσταίνω («χλίανε ἐπ' ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», Διοσκ.)αρχ.1. καθιστώ κάτι μαλακό με θερμότητα («τὴν σελήνην ἠρέμα χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», Πλούτ.)2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ρ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών που εκφράζουν τη γενική έννοια τής λάμψης (πρβλ. αρχ. ιρλανδ. glē «λαμπερός, αστραφτερός», μέσ. άνω γερμ. glīmen «λάμπω», αρχ. νορβ. gljā «λάμπω»). Εκτός από το θ. χλι- τού ρ. χλιαίνω απαντά και μορφή θ. χλι-δ- (πρβλ. χλιδ-ή) παρεκταμένη με οδοντικό -δ- (πρβλ. αρχ. νορβ. glita «σπινθηροβολώ», επίσης με οδοντική παρέκταση). Όλες αυτές οι συνδέσεις θα οδηγούσαν σε μια μορφή ρίζας *ghlei-(d)-, η οποία θα μπορούσε να αναχθεί στη γενική μορφή *ghel- τής ρίζας τής λ. χλόη (βλ. λ. χλόη). Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, δεν δίνει λύσεις σ' όλα τα μορφολογικά προβλήματα (όπως είναι λ.χ. η μακρότητα τού -ῑ- στους τ. χλίω, χλιαρός) και δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή. Παρλλ. προς το ρ. χλιαίνω απαντά και το επί θ. χλιαρός, κατά το συνηθισμένο στην Ελληνική σχήμα τών επιθ. σε -ρος που δηλώνουν φυσική κατάσταση και αντιστοιχούν με ρ. μτβ. σε -αίνω (πρβλ. μιαρός: μιαίνω), ένας τ. αρχ. ενεστ. χλῑω, καθώς και ορισμένοι υστερογενείς ρηματ. τ. με θ. χλοιδ- (πρβλ. χλοιδῶ, χλοιδέσκουσαι), σχηματισμένοι από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής υποτιθέμενης ρίζας *ghlei-(d)-. Από σημασιολογική, τέλος, άποψη, το ρ. χλιαίνω έχει αρχικά σημ. «θερμαίνω, ζεσταίνω» και στη συνέχεια «καθιστώ κάτι μαλακό θερμαίνοντάς το», από όπου προήλθε η ειδικότερη σημ. τού μαλακού, τού τρυφηλού, τού πολυτελούς, την οποία εμφανίζουν τ. τής οικογένειας αυτής (πρβλ. χλιδή, χλιδῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.